αλευροπωλείο

αλευροπωλείο
το [αλευροπώλης]
κατάστημα πώλησης αλεύρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλευράδικο — το [αλευράς] το αλευροπωλείο …   Dictionary of Greek

  • αλευροπώλης — ο αυτός που πουλάει άλευρα, αλευράς, αλευρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + πώλης < πωλώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροπωλείο] …   Dictionary of Greek

  • αλευράδικο — το αλευροπωλείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”